- νουβικός
- -ή, -ό [Νουβία]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Νουβία ή αυτός που κατάγεται ή κατοικεί στην περιοχή αυτή2. φρ. «νουβικές γλώσσες»γλωσσ. ομάδα γλωσσών, κυρίως τού μεσημβρινού Νείλου, οι οποίες μιλιούνται στην Αίγυπτο και στο Σουδάν, ιδίως κατά μήκος τής αριστερής όχθης τού ποταμού, από το Ασουάν μέχρι το Χαρτούμ και σε τμήμα τού Καρντοφάν, τού Νταρφούρ και τού Σεκάρ.
Dictionary of Greek. 2013.